ταπεινώσει

ταπεινώσει
ταπείνωσις
lowering
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ταπεινώσεϊ , ταπείνωσις
lowering
fem dat sg (epic)
ταπείνωσις
lowering
fem dat sg (attic ionic)
ταπεινόω
lower
aor subj act 3rd sg (epic)
ταπεινόω
lower
fut ind mid 2nd sg
ταπεινόω
lower
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λακεδαιμόνιος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός, γιος του Κίμωνα. Ο πατέρας του τον ονόμασε έτσι, για τους ίδιους λόγους που είχε ονομάσει και τους δύο άλλους γιους του Θεσσαλό και Ηλείο, επειδή δηλαδή ήθελε ο οίκος του να είναι γνήσιος ελληνικός και να… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ακαταβίβαστος — η, ο [καταβιβάζω] 1. αυτός που δεν τόν έχουν κατεβάσει ή που δεν μπορούν να τόν κατεβάσουν 2. μτφ. εκείνος που δεν τόν έχουν κατεβάσει ηθικά, δεν τόν έχουν ταπεινώσει ή δεν μπορούν να τόν ταπεινώσουν …   Dictionary of Greek

  • ταπεινώνω — ταπεινῶ, όω, ΝΜΑ [ταπεινός] μτφ. μειώνω κάποιον, θίγω την υπερηφάνειά του, τόν εξευτελίζω νεοελλ. μέσ. ταπεινώνομαι μειώνεται η υπόληψά μου μσν. αρχ. 1. καθιστώ κάποιον μετριοπαθή, μετριόφρονα («ὅστις ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις… …   Dictionary of Greek

  • Λαβέριος Δέκιμος — (105 – 43 π.Χ.). Ρωμαίος κωμωδιογράφος. Ο Λ. εισήγαγε τον μίμο ως λογοτεχνικό είδος, προκαλώντας την οργή του Καίσαρα με την πολιτική κριτική που ασκούσε μέσω των έργων του. Σύμφωνα με βιογραφική μαρτυρία του Μακρόβιου, ο Καίσαρας, επιθυμώντας να …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …   Dictionary of Greek

  • Παναγιώταρος, Βενετσανάκης — Ονομαστός κλέφτης της Πελοποννήσου, που καταγόταν από την Καστάνια της Μάνης. Έζησε το δεύτερο μισό του 18ου αι. Έδρασε κυρίως μαζί με τον Κωνσταντίνο Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου. Το 1779, όταν ο Τούρκος ναύαρχος Γαζή Χασάν Τζεζαερλή πασάς… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Τουραχάν μπέης — Τούρκος στρατηγός. Έζησε τον 15o αι. Ο T., για τον οποίο λέγεται ότι ήταν ελληνικής καταγωγής, έδρασε στα χρόνια των σουλτάνων Μουράτ B’ και Μωάμεθ B’ και αρχικά υπηρέτησε ως διοικητής των Βοδενών. Το 1421, πήρε εντολή από τον φιλοπόλεμο Μουράτ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”